- σκωψ
- ο / σκώψ, -ωπός, ΝΑλόγια ονομασία είδους μικρής κουκουβάγιας, τού κοινώς γνωστού σήμερα γκιόνη, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομάζεται Otus scopsαρχ.1. είδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές μιμούνταν την γλαύκα2. είδος ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σκώψ (< *σκωπ-ς), κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. σκέπτομαι* με κατάλ. -ς (πρβλ. κλώψ, πτώξ). Το πτηνό αυτό πήρε το όνομά του από το επίμονο και διαπεραστικό βλέμμα και την παρατηρητικότητά του, γεγονός που οδήγησε ορισμένους μελετητές στη θεώρηση τού ρ. σκώπτω* ως παραγώγου τού σκώψ. Σύμφωνα, όμως, με παλαιότερες απόψεις, η λ. σκώψ προήλθε από το ρ. σκώπτω].
Dictionary of Greek. 2013.